γκρεμώ

γκρεμώ
και -μ(ν)άω
1. γκρεμίζω
2. καταστρέφω
3. (για άψυχα) καταρρέω, γίνομαι ερείπιο (α. «γκρέμησε το σπίτι» β. «μη φοβάσαι, δεν γκρεμάει το σπίτι» — δεν υπάρχει περίπτωση να καταρρεύσει)
4. γκρεμιέμαι
καταρρέω («ολημερίς νά χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται» —το γεφύρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστωτικός σχηματισμός γκρεμώ (αντί γκρεμίζω), υποχωρητικός από τον αόρ. γκρέμισα, που συνάπτεται φωνητικώς προς τον αόρ. σε -ησα τών ρημάτων σε -ώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”